- ἐποχλεύς
- ἐπ-οχλεύς, ὁ, der Hemmschuh am Wagen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εποχλεύς — ἐποχλεύς, ὁ (Μ) ο εποχέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για λανθασμένο τ. του επ οχεύς (< επέχω)] … Dictionary of Greek
ἐποχλεύς — brake masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποχλεύω — [εποχλεύς] συγκρατώ άμαξα με τον εποχλέα … Dictionary of Greek
ἐποχλέα — ἐποχλέᾱ , ἐποχλεύς brake masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)